- κβαντικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κβάντο ή στα κβάντα (α. «κβαντική θεωρία» β. «κβαντικοί αριθμοί»).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. quantic < quantum].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek
εκφυλισμένες τροχιές — Διαφορετικές ελλειπτικές τροχιές των ηλεκτρονίων γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου, που αντιστοιχούν στον ίδιο κύριο κβαντικό αριθμό, οπότε και στην ίδια ενέργεια. Για παράδειγμα, το άτομο του υδρογόνου στη θεμελιώδη κατάσταση έχει η = 1 και l = 0… … Dictionary of Greek
ενεργειακή στάθμη — Μία από τις επιτρεπόμενες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένα ατομικό ή μοριακό σύστημα. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, η ενέργεια ενός ατόμου ή ενός μορίου (δηλαδή η ενέργεια που οφείλεται στην κίνηση και στις ηλεκτροστατικές… … Dictionary of Greek
νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη … Dictionary of Greek
βαρυόνια — Ομάδα βαρέων στοιχειωδών σωματίων που περιλαμβάνουν τα νουκλεόνια (πρωτόνια και νετρόνια) και άλλα φερμιόνια (υπερόνια και συντονισμοί β.), που διασπώνται σε νουκλεόνια με εκπομπή μεσονίων. Όλα τα β. έχουν μάζα ίση ή μεγαλύτερη από τη μάζα του… … Dictionary of Greek
επιλογής, κανόνες — Κανόνες που καθορίζουν τις δυνατές μεταπτώσεις ατόμων, μορίων, πυρήνων ατόμων, στοιχειωδών σωματίων από μία κβαντική ενεργειακή κατάσταση σε μία άλλη. Από τη μελέτη των φασμάτων εκπομπής διεγερμένων αερίων προκύπτει ότι δεν είναι δυνατές οι… … Dictionary of Greek
ήτα μεσόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο που έχει μάζα 547 MeV/c2, σπιν μηδέν, ηλεκτρικό φορτίο μηδέν, μέσο χρόνο ζωής 2 x 10 19 sec, ισοσπίν μηδέν, αρνητική ομοτιμία και θετική G ομοτιμία (κβαντικός αριθμός που διατηρείται μόνο στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις και… … Dictionary of Greek